ὀδονταλγίας

ὀδονταλγίας
ὀδονταλγίᾱς , ὀδονταλγία
toothache
fem acc pl
ὀδονταλγίᾱς , ὀδονταλγία
toothache
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διάκλυσμα — το (Α διάκλυσμα) [διακλύζω] υγρό για το πλύσιμο τού στόματος και τών δοντιών μσν. το κρασί αρχ. υγρό παρασκεύασμα για την πρόληψη ή για τη θεραπεία τής οδονταλγίας, τού πονόδοντου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”